Το σύνηθες ερώτημα που ακούγεται ανά την Ελλάδα είναι: Γιατί δεν έχουμε πολιτικούς ηγέτες που να εμπνέουν και να εκφράζουν μεγάλες ιδέες; Ουσιαστικά υπονοείται ότι κάπου πρέπει να υπάρχει μια πεφωτισμένη ηγεσία που θα έλθει και θα τα αλλάξει/διορθώσει όλα. Η απάντηση είναι απλή: η πολιτική ηγεσία αντανακλά αυτό που είναι ο λαός ή, ορθότερα, αυτό που θέλει ο λαός. Δεν μπορεί να προκύψει πεφωτισμένη ηγεσία από έναν λαό που δεν ψηφίζει με υψηλόφρονα κριτήρια.
Ενα από τα πράγματα που έχουμε επιτύχει ύστερα από 185 χρόνια επίσημης ανεξαρτησίας είναι ότι η πολιτική ηγεσία δεν μας προκύπτει αλλά εκλέγεται. Παρά τα φημολογούμενα (και συχνά βάσιμα) περί εκλεκτικών προτιμήσεων κάποιων πρεσβειών προς Ελληνες πολιτικούς ηγέτες, οι εκλογείς δεν πιέζονται από κάποιον Αμερικανό, Γερμανό ή Ρώσο κατά την επιλογή του τοπικού βουλευτή τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι, τουλάχιστον στη νεότερη ελληνική ιστορία, κατά τη χρονική στιγμή που ξεσπούν οι σοβαρές κρίσεις, οι πολιτικές μας ηγεσίες είναι κατώτερες των περιστάσεων. Εχουν εκλεγεί για άλλο σκοπό, κατά κανόνα για την ικανοποίηση των μικροκομματικών, απολύτως ωφελιμιστικών σε ατομικό επίπεδο προσδοκιών των ψηφοφόρων: για τον διορισμό (διαχρονικό αίτημα), για την κατάργηση των φόρων (επίσης διαχρονικό με πλέον εμβληματική την περίοδο Θεόδωρου Δηλιγιάννη πριν από το 1897), για την τοποθέτηση του δημοσίου υπαλλήλου σε καλύτερη υπηρεσία, για τη μετάθεση του στρατευμένου, για να γυρίσει το παιδί από τον πολυετή πόλεμο (βλ. 1920), για το σβήσιμο της κλήσης κ.λπ.
Οι δε κρίσεις γίνονται πιο σοβαρές λόγω του ότι οι ανεπαρκείς ηγεσίες επιχειρούν να ανταποκριθούν συνήθως λαϊκίζοντας. Ενδεικτικώς μπορούμε να θυμηθούμε την περίπτωση του Δημητρίου Ράλλη με τη συνέχιση του πολέμου το 1897 που κατέληξε σε συνθηκολόγηση, το «οίκαδε» των βασιλοφρόνων το 1920 που αντικαταστάθηκε με υπερδιπλασιασμό του στρατού μας στη Μικρά Ασία, την εκδίκηση μετά το 1945 (σε συνδυασμό με τις συνθήκες εμφυλίου πολέμου που είχε δημιουργήσει η Αριστερά), την κατάργηση της μνημονιακής μιζέριας με ένα άρθρο, έναν νόμο, σήμερα.
Ενώ κατά τη στιγμή της κρίσεως δεν υπάρχουν ικανές πολιτικές ηγεσίες, αυτές εμφανίζονται ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα και κατά κανόνα ωθούν τη χώρα πολύ πέρα των θεωρητικών της δυνατοτήτων (το έχει αναλύσει θαυμάσια ο Καλύβας στο βιβλίο του «Καταστροφές και Θρίαμβοι»). Πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Ελευθέριος Βενιζέλος 12 χρόνια μετά την ατιμωτική ήττα του 1897 και ο Καραμανλής 6 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου και ακολούθως μετά την κυπριακή τραγωδία.
Η εμφάνιση σοβαρών ηγεσιών μετά την κρίση είναι ευεξήγητη. Οι ηγέτες εμφανίζονται όταν τους αναζητεί ο λαός. Για την ακρίβεια, εμφανίζονται επειδή ακριβώς τους αναζητεί ο λαός. Τι πιθανότητες είχε να εκλεγεί πριν από το 2010 ένα άτομο με ηγετικές ικανότητες που θα μπορούσε να βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας; Μηδενικές. Σήμερα, όμως, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι η λύση στα προβλήματά μας δεν μπορεί να έλθει διά νομοθετικών πρωτοβουλιών αλλά μόνον μέσα από σκληρή δουλειά.
Ποιος θα είναι αυτός ο πολιτικός ηγέτης; Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν προκύπτει εκ παρθενογενέσεως. Προέρχεται από το υπάρχον πολιτικό σύστημα και έχει αφήσει αξιομνημόνευτο αποτύπωμα σοβαρότητας στη δουλειά του (βλ. Βενιζέλος, Καραμανλής).
Οι λοιποί ανεπαρκείς πολιτικοί αντιδρούν με την αντίληψη του μεσογειακού δάσους που καίγεται από τις φλόγες: θεωρούν ότι θα αναγεννηθούν (όπως και το μεσογειακό δάσος). Στην πραγματικότητα το δάσος που θα ξαναβγεί θα είναι εντελώς διαφορετικό από το παλαιό. Θα είναι ένα νέο δάσος. Οπως συμβαίνει και με τις πυρκαγιές, κάποια λίγα δένδρα (δηλαδή κάποιοι πολιτικοί) από το παλαιό δάσος θα επιβιώσουν. Τα υπόλοιπα, όμως, θα εξαφανισθούν για πάντα.
Εχοντας αυτές τις ιστορικές εμπειρίες υπ’ όψιν, η ακριβοπληρωμένη αποτυχία της κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μας φέρνει πιο κοντά στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας (και στην έλευση της πολυπόθητης υψηλόφρονος ηγεσίας). Είναι ενδεικτικό ότι ύστερα από έξι χρόνια εξακολουθούμε να λέμε ότι περνάμε κρίση.
Η κρίση υπονοεί ότι βρισκόμαστε για ένα σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα σε μια εξαιρετική και δύσκολη φάση που έχει διαταράξει την ομαλή μας πορεία. Αυτό, όμως, που ζούμε δεν είναι πλέον κρίση. Είναι η νέα μας «κανονικότητα» στην οποία θα ζούμε τα επόμενα πολλά χρόνια. Οσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε τόσο πιο γρήγορα θα προβάλει η απαίτηση για σοβαρή λύση των προβλημάτων μας. Τόσο πιο γρήγορα θα αναζητήσουμε το κάτι διαφορετικό στην πολιτική μας ηγεσία. Ακόμη και οι σωτήρες χρειάζονται κάποιον να τους καλέσει.