Στις 27 Αυγούστου 2019, σε μία μόνον ημέρα, είχαμε 19 εικονικές αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο. Ο αριθμός είναι εξαιρετικά υψηλός ακόμη και για τον εναέριο χώρο «κόσκινο» του Αιγαίου (δεν περιποιεί τιμή στη χώρα μας ο όρος «κόσκινο», αλλά δυστυχώς είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε εάν θέλουμε να την αντιμετωπίσουμε). Επίσης, μέσα στον Αύγουστο είχαμε 11 υπερπτήσεις στα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι είχαμε δύο υπερπτήσεις. Μπορεί να είναι για δευτερόλεπτα, αλλά δεν παύουν να είναι υπερπτήσεις χερσαίων εδαφών. Τέλος, στις 29 Αυγούστου 2019 είχαμε 550 αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό αφίξεων σε μία μόνον ημέρα από τον Μάρτιο του 2016, οπότε το ανακοινωθέν Ε.Ε. – Τουρκίας κόπασε τις ροές.
Ολα αυτά μπορούν να θεωρηθούν το προανάκρουσμα της εντάσεως, στην οποία θα περάσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με το τέλος του καλοκαιριού και συνακόλουθα της τουριστικής περιόδου. Τους επόμενους μήνες θα βρούμε μπροστά μας το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων, όπως διατυπώθηκαν κατά καιρούς μετά το 1974. Δεν παίζει ρόλο εάν τις διεκδικήσεις πρωτοέθεσαν οι κεμαλικοί ή ο Ερντογάν. Στην Τουρκία, οι διεκδικήσεις μετατρέπονται αργά ή γρήγορα σε εθνικά ταμπού. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάποιον Τούρκο πολιτικό να διαφοροποιηθεί από την εθνική γραμμή, να ελιχθεί και να βρει λύση επί τη βάσει των συμφερόντων και των πραγματικών ωφελειών που θα απεκόμιζε η χώρα του και όχι επί τη βάσει εθνικιστικών και άκαμπτων ιδεολογημάτων. Ετσι οι διεκδικήσεις καταλήγουν να στηρίζονται απ’ όλο το πολιτικό σύστημα της γείτονος χώρας, ασχέτως ιδεολογίας. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος είναι κρατική πολιτική. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές τους, όλες οι πολιτικές ομάδες της Τουρκίας λειτουργούν με αίσθηση του αυτοκρατορικού παρελθόντος της χώρας τους.
Συνήθως, όταν μιλάμε για τις διεκδικήσεις, αναφερόμαστε στις συγκεκριμένες αμφισβητήσεις. Υπάρχει, όμως, συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο της Τουρκίας για τις σχέσεις με την Ελλάδα που θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής:
1. Στο Αιγαίο η ελληνική πλευρά προχώρησε σταδιακά από το 1931 και εντεύθεν σε διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ των δύο χωρών που είχε κατοχυρωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
2. Λόγω της ελληνικής στάσεως στο Αιγαίο, σωρεύθηκαν πολλές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, που αποδέχεται η ελληνική πλευρά, είναι μόνον μία από τις πολλές διαφορές.
3. Οι διαφορές είναι κυρίως πολιτικές, οι οποίες πιθανόν να εμπεριέχουν και νομικές πτυχές. Η λύση, όμως, θα πρέπει να είναι πολιτική. Για αυτόν τον λόγο η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα αποτελέσει αιτία πολέμου. Η Ελλάδα επιδιώκει με νομικά μέσα να δώσει λύση σε ένα πολιτικό πρόβλημα.
4. Για τους λόγους αυτούς δεν χωρεί μεμονωμένη αντιμετώπιση του καθενός από τα προβλήματα του Αιγαίου χωριστά. Πρέπει να υπάρξει «συνολική συμφωνία» (package deal) για όλα τα θέματα. Η συνολική συμφωνία θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν αφενός τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στην περιοχή και αφετέρου το γεγονός ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου είναι μοναδικές σε όλο τον κόσμο. Επομένως, στο Αιγαίο δεν μπορούν να ισχύσουν κανόνες ή λύσεις που εφαρμόσθηκαν σε άλλες περιοχές.
5. Στην Ανατολική Μεσόγειο καταβάλλεται προσπάθεια του ελληνικού παράγοντα (Ελλάδα – Κύπρος) να περιορίσει την Τουρκία σε μια στενή ζώνη κατά μήκος των τουρκικών ακτών. Αυτή πρέπει να ανατραπεί με έννοιες όπως αυτή της γαλάζιας πατρίδας, που καταλαμβάνει το ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου.
6. Το Κυπριακό έχει λυθεί από το 1974. Μοναδικός λόγος συζητήσεως με την ελληνική πλευρά είναι η διανομή των υδρογονανθράκων που ανακαλύπτονται νοτίως του νησιού. Αλλιώς η Τουρκία κινδυνεύει να χάσει την ηγεμονική θέση που έχει στις προτάσεις για επίλυση του Κυπριακού.
7. Στη Θράκη κατοικεί τουρκική (ή τουρκο-μουσουλμανική) μειονότητα, που καταπιέζεται συστηματικά από το ελληνικό κράτος. Παράλληλα, η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μειονότητας στα Δωδεκάνησα.
Η Τουρκία γειτνιάζει μέσω χερσαίων συνόρων με ασταθείς περιοχές. Κινδυνεύει να δει τις γειτονικές της κρίσεις να μεταφέρονται εντός των συνόρων της και να την καθιστούν και εκείνη τμήμα του προβλήματος. Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε, όμως. Οι υπαρκτές απειλές στα νοτιοανατολικά της σύνορα δεν είναι –προς το παρόν– ικανές να ανατρέψουν τις προαναφερόμενες αντιλήψεις της για τα ελληνοτουρκικά.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι βουλευτής Α΄ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.